πόρνη

πόρνη
η
1. γυναίκα που παραδίνεται με αμοιβή σε άντρες.
2. μτφ., γυναίκα ανήθικη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόρνη — harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρνῃ — πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • πόρναι — πόρνη harlot fem nom/voc pl πόρνᾱͅ , πόρνη harlot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρνηι — πόρνῃ , πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο …   Dictionary of Greek

  • πορνέων — πόρνη harlot fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνῶν — πόρνη harlot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρναις — πόρνη harlot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρναισι — πόρνη harlot fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”